- δεκαμελής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που αποτελείται από δέκα άτομα, μέλη: Το συμβούλιο του συλλόγου πρέπει να είναι δεκαμελές, σύμφωνα με το καταστατικό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.