δεκαμελής

δεκαμελής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που αποτελείται από δέκα άτομα, μέλη: Το συμβούλιο του συλλόγου πρέπει να είναι δεκαμελές, σύμφωνα με το καταστατικό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δεκαμελής — ές αυτός που αποτελείται από δέκα μέλη («δεκαμελής επιτροπή», «δεκαμελές συμβούλιο») …   Dictionary of Greek

  • δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • δωδεκάδελτος — Το γραπτό κείμενο που προέκυψε από την κωδικοποίηση του ρωμαϊκού δικαίου σε δώδεκα πίνακες (δέλτους), η οποία έγινε το 451 π.Χ. Η Δ. δημιουργήθηκε με στόχο να αποτελέσει δίκαιο όλων των Ρωμαίων και η κατάρτισή της οφείλεται στις διαμάχες… …   Dictionary of Greek

  • μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”